- ὑδρομέλαθρος
- ὑδρο-μέλαθρος, ον,A dwelling in water,
ἰχθύες Emp.20.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰχθύες Emp.20.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδρομέλαθρος — ον, Α (κυρίως για ψάρι) αυτός που ζει μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μέλαθρον (πρβλ. ὀλβο μέλαθρος)] … Dictionary of Greek
ὑδρομελάθροις — ὑδρομέλαθρος dwelling in water masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)